- μητριά
- η (ΑΜ μητρυιά, Α δωρ. τ. ματρυιά, ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. ματροία, Μ μητριά και μητρία και μητριγιά)η δεύτερη σύζυγος τού πατέρα σε σχέση με τα παιδιά τής πρώτης συζύγου, θετή μητέρανεοελλ.μτφ. σκληρή και άστοργη μητέρα («αυτή είναι μητριά για τα παιδιά της»)αρχ.μτφ. δυσμενείς ή επικίνδυνες περιστάσεις λόγω τής παροιμιώδους δυστροπίας και σκληρότητας τών μητριών («ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη- τού μήτηρ, αρχαϊκός τ. που ανάγεται πιθ. στην Ινδοευρωπαϊκή και συνδέεται με αρμ. mawru, γεν. mawrui «μητριά, πεθερά». 'Εχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το θ. μητρυ- με -υ- οφείλεται σε αναλογική επίδραση τού ονόματος τής πεθεράς (πρβλ. λατ. socrus «πεθερός» και πιθ. ἑκυρός «πεθερός»)].
Dictionary of Greek. 2013.